σικλέτι

σικλέτι
το, Ν
βλ. σεκλέτι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • σεκλέτι — και σικλέτι, το, Ν στενοχώρια, βάσανο, μαράζι, ιδίως από έρωτα («τόν έφαγε το σεκλέτι»). [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. siklet «βάρος»] …   Dictionary of Greek

  • σεκλέτι — σεκλέτι, το και σικλέτι, το ιού (λ. τουρκ.), στενοχώρια, λύπη: Τον έχει φάει το σεκλέτι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”